- ταχύποτμος
- τᾰχύποτμος1 short lived
μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ταχύποτμος — Lyr. Alex.Adesp. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύποτμος — ον, ΜΑ ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πότμος «τύχη, περιπέτεια» (πρβλ. κακό ποτμος)] … Dictionary of Greek
ταχύποτμον — ταχύποτμος Lyr. Alex.Adesp. masc/fem acc sg ταχύποτμος Lyr. Alex.Adesp. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύποτμοι — ταχύποτμος Lyr. Alex.Adesp. masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek